πολωνέζικος

πολωνέζικος
-η, -ο, Ν [πολωνέζος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Πολωνία ή στους Πολωνούς, πολωνικός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πολωνέζικα
η πολωνική γλώσσα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πολωνέζικος — η, ο βλ. πολωνικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”